- διάσυρτος
- -ον (Α)βλ. διάσυρτο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάσυρτον — διάσυρτος drawn through masc/fem acc sg διάσυρτος drawn through neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάσυρτο — το (Α διάσυρτος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. ταινία από μετάξι ή βαμβάκι, που εισάγεται με τη βοήθεια μιας βελόνας κάτω από την επιδερμίδα και αφήνεται εκεί για να μετατρέψει σε πύον τη φλόγωση παρακείμενων οργάνων, κν. το φιτίλι 2. παλιότερη… … Dictionary of Greek